- ἀπαλλοτρίωσις
- ἀπαλλοτρίωσιςalienationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπαλλοτριώσει — ἀπαλλοτρίωσις alienation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπαλλοτριώσεϊ , ἀπαλλοτρίωσις alienation fem dat sg (epic) ἀπαλλοτρίωσις alienation fem dat sg (attic ionic) ἀπαλλοτριόω estrange aor subj act 3rd sg (epic) ἀπαλλοτριόω estrange fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλοτριώσεις — ἀπαλλοτρίωσις alienation fem nom/voc pl (attic epic) ἀπαλλοτρίωσις alienation fem nom/acc pl (attic) ἀπαλλοτριόω estrange aor subj act 2nd sg (epic) ἀπαλλοτριόω estrange fut ind act 2nd sg ἀ̱παλλοτριώσεις , ἀπαλλοτριόω estrange futperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλοτριώσεσι — ἀπαλλοτρίωσις alienation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλοτρίωσιν — ἀπαλλοτρίωσις alienation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
απαλλοτρίωση — Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή… … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0851 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 13c գ. προγραφή proscriptio ἁπαλλοτρίωσις abalienatio. Տարագրելն. տարագրիլն. վտարանդութիւն. մերժումն. եւ Օտարութիւն կամ խոտորումն. *Տարագրութիւն այնոցիկ, ոյք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀπαλλοτριώσεως — ἀπαλλοτριώσεω̆ς , ἀπαλλοτρίωσις alienation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλοτριώσῃ — ἀπαλλοτριώσηι , ἀπαλλοτρίωσις alienation fem dat sg (epic) ἀπαλλοτριόω estrange aor subj mid 2nd sg ἀπαλλοτριόω estrange aor subj act 3rd sg ἀπαλλοτριόω estrange fut ind mid 2nd sg ἀ̱παλλοτριώσῃ , ἀπαλλοτριόω estrange futperf ind mp 2nd sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)